Παραδέχομαι, ευθύς εξ αρχής, ότι είμαι απαράδεκτος. Μετά από τόσα χρόνια λειτουργίας του μουσείου της Ακρόπολης, μόλις χθες κατάφερα να το επισκεφτώ.
Η αφορμή -και όχι η αιτία- ήταν το δωρεάν εισιτήριο, που με έκανε να υλοποιήσω την απόφαση να πάω, η οποία ελήφθη από την ημέρα που εγκανιάστηκε. Δυστυχώς, η επίσκεψη άργησε για πολλούς λόγους, ένας εκ των οποίων ήταν ότι περίμενα μία άλλη ψυχή που κάποτε είχε πει ότι θα πηγαίναμε μαζί αλλά... μπα!
Το παράκανα με τον πρόλογο. Στην ουσία τώρα. Το μουσείο είναι εντυπωσιακό και πολύ πλούσιο σε εκθέματα. Δεν χρειάζεται να κάνω εκτενή αναφορά στο τι μπορεί να δει κάποιος εκεί, λίγο πολύ όλοι γνωρίζουν ή μπορούν να μάθουν.
Θα σταθώ, όμως, στο γεγονός ότι ο επισκέτης «μαγεύεται» από τον πλούτο των εκθεμάτων σε όλες τις αίθουσες του ισογείου, του πρώτου και του τρίτου ορόφου. Διαβάζει την ιστορία της Ακρόπολης και μαζί και της αρχαίας Αθήνας και αν είναι Έλληνας πέρα από τον θαυμασμό για τους προγόνους, δεν μπορεί παρά να αναλογιστεί τι σχέση μπορεί πραγματικά να έχουμε εμείς με εκείνους. Βέβαια και αυτοί είχαν τα στραβά τους και αυτοί έκαναν τα λάθη τους -και ενίοτε... χοντρά- αλλά άφησαν πίσω τους τόσα πράγματα που ακόμη κάνουν όλον τον κόσμο να τους σέβεται και να τους εκτιμά απεριόριστα.
Το σίγουρο είναι ότι θα ξαναπάω και ελπίζω σύντομα γιατί μία επίσκεψη δεν είναι ποτέ αρκετή. Επίσης, θα έχω την ευκαιρία να δω και το άγαλμα που ερωτεύτηκα (ναι, μου συμβαίνει και με αγάλματα!). Είναι αυτό της φωτογραφίας: η κόρη με τα αμυγδαλωτά μάτια, που χρονολογείται γύρω στο 500 π.Χ. Αναμφίβολα, από τα πιο όμορφα εκθέματα του μουσείου.
ΥΓ. Η γκρίνια για ψύλλου πήδημα όπως ένα μέρος του εξωτερικού του μουσείου («πω, πολύ τσιμέντο ρε παιδί μου! Καλά δεν μπορούν να το βάψουν; Ένα έργο της προκοπής δεν μπορούν να κάνουν») ή η ουρά για το δωρεάν εισιτήριο που χρονικά προσδιορίζεται στα τρία λεπτά («αυτό μου τη σπάει! Γιατί δεν μπορούμε να μπούμε έτσι;»), οι... αγριοφωνάρες ορισμένων στις αίθουσες, η χρήση φωτογραφικών μηχανών σε σημεία που δεν επιτρέπεται, όπως και των κινητών τηλεφώνων, το πέρασμα μπροστά από τις πινακίδες όπου άλλοι διάβαζαν πληροφορίες (πού να σκεφτείς ότι πρέπει να πας από πίσω τους ώστε να μην ενοχλείς...), απλώς ήρθαν να αποδείξουν σε μένα τον -ενδεχομένως υπερβολικό- πόσο πολύ απέχουμε σε θέματα πολιτισμού από τους αρχαίους μας προγόνους.
Η επίσκεψη είχε, πάντως, και την πλάκα της. Μπροστά από το άγαλμα της Φουλβίας Πλαυτίλας, γυναίκας του Καρακάλα, μία κυρία (ήταν με τα δύο παιδιά της) βλέποντας το σχετικό σημείωμα που ανέφερε ότι ο αυτοκράτορας διέταξε τη δολοφονία της, γύρισε και μου είπε χαμογελώντας: «ωραίος άνθρωπος πρέπει να ήταν». Για να της απαντήσω στο ίδιο πνεύμα, παίρνοντας το μέρος του ανδρικού φύλου: «φανταστείτε πόσα θα του είχε κάνει για να φτάσει στο σημείο να τη σκοτώσει...».
Το παράκανα με τον πρόλογο. Στην ουσία τώρα. Το μουσείο είναι εντυπωσιακό και πολύ πλούσιο σε εκθέματα. Δεν χρειάζεται να κάνω εκτενή αναφορά στο τι μπορεί να δει κάποιος εκεί, λίγο πολύ όλοι γνωρίζουν ή μπορούν να μάθουν.
Θα σταθώ, όμως, στο γεγονός ότι ο επισκέτης «μαγεύεται» από τον πλούτο των εκθεμάτων σε όλες τις αίθουσες του ισογείου, του πρώτου και του τρίτου ορόφου. Διαβάζει την ιστορία της Ακρόπολης και μαζί και της αρχαίας Αθήνας και αν είναι Έλληνας πέρα από τον θαυμασμό για τους προγόνους, δεν μπορεί παρά να αναλογιστεί τι σχέση μπορεί πραγματικά να έχουμε εμείς με εκείνους. Βέβαια και αυτοί είχαν τα στραβά τους και αυτοί έκαναν τα λάθη τους -και ενίοτε... χοντρά- αλλά άφησαν πίσω τους τόσα πράγματα που ακόμη κάνουν όλον τον κόσμο να τους σέβεται και να τους εκτιμά απεριόριστα.
Το σίγουρο είναι ότι θα ξαναπάω και ελπίζω σύντομα γιατί μία επίσκεψη δεν είναι ποτέ αρκετή. Επίσης, θα έχω την ευκαιρία να δω και το άγαλμα που ερωτεύτηκα (ναι, μου συμβαίνει και με αγάλματα!). Είναι αυτό της φωτογραφίας: η κόρη με τα αμυγδαλωτά μάτια, που χρονολογείται γύρω στο 500 π.Χ. Αναμφίβολα, από τα πιο όμορφα εκθέματα του μουσείου.
ΥΓ. Η γκρίνια για ψύλλου πήδημα όπως ένα μέρος του εξωτερικού του μουσείου («πω, πολύ τσιμέντο ρε παιδί μου! Καλά δεν μπορούν να το βάψουν; Ένα έργο της προκοπής δεν μπορούν να κάνουν») ή η ουρά για το δωρεάν εισιτήριο που χρονικά προσδιορίζεται στα τρία λεπτά («αυτό μου τη σπάει! Γιατί δεν μπορούμε να μπούμε έτσι;»), οι... αγριοφωνάρες ορισμένων στις αίθουσες, η χρήση φωτογραφικών μηχανών σε σημεία που δεν επιτρέπεται, όπως και των κινητών τηλεφώνων, το πέρασμα μπροστά από τις πινακίδες όπου άλλοι διάβαζαν πληροφορίες (πού να σκεφτείς ότι πρέπει να πας από πίσω τους ώστε να μην ενοχλείς...), απλώς ήρθαν να αποδείξουν σε μένα τον -ενδεχομένως υπερβολικό- πόσο πολύ απέχουμε σε θέματα πολιτισμού από τους αρχαίους μας προγόνους.
Η επίσκεψη είχε, πάντως, και την πλάκα της. Μπροστά από το άγαλμα της Φουλβίας Πλαυτίλας, γυναίκας του Καρακάλα, μία κυρία (ήταν με τα δύο παιδιά της) βλέποντας το σχετικό σημείωμα που ανέφερε ότι ο αυτοκράτορας διέταξε τη δολοφονία της, γύρισε και μου είπε χαμογελώντας: «ωραίος άνθρωπος πρέπει να ήταν». Για να της απαντήσω στο ίδιο πνεύμα, παίρνοντας το μέρος του ανδρικού φύλου: «φανταστείτε πόσα θα του είχε κάνει για να φτάσει στο σημείο να τη σκοτώσει...».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου