Πέμπτη 9 Ιουνίου 2011

Η αμφιθυμία στην Πλατεία

Ένα κείμενο του Γκάζμεντ Καπλάνι για το φαινόμενο των ημερών, τους «Αγανακτισμένους».
Έψαχνα καιρό να βρω ένα κείμενο που να αποφεύγει το λαϊκισμό πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα και νομίζω ότι αυτό με εκφράζει περισσότερο από ό,τι άλλο έχω διαβάσει τις τελευταίες ημέρες.
«Έχω κατέβει δυο - τρεις φορές στο Σύνταγμα, αν και δεν θεωρώ τον εαυτό μου «αγανακτισμένο». Πιο πολύ μουδιασμένος νιώθω. Και αρκετά μπερδεμένος. Δεν έριξα μούντζα στην Βουλή. Δεν ήμουν σίγουρος που ήθελα να την ρίξω ακριβώς. Η Πλατεία μου προκάλεσε μια έντονη αμφιθυμία. Και έκπληξη. Δεν την περίμενα τόσο μαζική και επίμονη.
Την πρώτη μέρα που κατέβηκα έπεσα πάνω στο «ξυπνήσαμε». Είχα παρόλα αυτά την εντύπωση ότι πιο πολύ θα ταίριαζε, στο ετερόκλητο πλήθος της Πλατείας, το σύνθημα «γιατί μας ξυπνήσατε;». Αναρωτήθηκα τι θα γινόταν εάν εκείνη την στιγμή συνέβαινε ένα θαύμα: ο Πρωθυπουργός της χώρας ανακοίνωνε ότι τα πάντα θα είναι όπως παλιά. Παλιά όταν λέμε εννοώ κάτι σαν τρία χρόνια πριν, τότε που δανειζόμασταν αβέρτα, τότε που ζούσαμε με μεγάλες πυρκαγιές κάθε καλοκαίρι, τότε που χρεοκοπούσε η Leeman Brothers και εμείς συζητούσαμε για το Βατοπέδι. Θα έμενε το πλήθος στην Πλατεία ή θα γύριζαν οι περισσότεροι σιγομουρμουρίζοντας στα σπίτια τους;
Βλέποντας τα πράγματα από μακριά και από κοντά σχημάτισα την γνώμη ότι αυτό που συμβαίνει δεν είναι απλά το τέλος του πάρτι. Είναι το τέλος του παιχνιδιού όπως παίχτηκε έως σήμερα. Τέλειωσε απότομα και βίαια. Άφησε πίσω του ταπείνωση, οργή, ζάλη και φόβο. Και μπόλικη νοσταλγία. Κατά την ταπεινή μου γνώμη, πολλοί από τους συγκεντρωμένους στην Πλατεία τρέφουν ακόμα την ψευδαίσθηση ότι το παιχνίδι μπορεί να παιχτεί ξανά όπως παλιά. Αυτό που συμβαίνει, ώρες ώρες, μου φαίνεται, πιο πολύ, σαν μια έκρηξη νοσταλγίας για έναν κόσμο που χάνεται και κανείς δεν ξέρει με τι θα αντικατασταθεί.
Και εκεί, στο κενό, ξεπηδούν όσοι πετροβολούν τους πολιτικούς και τους Υπουργούς. Είναι η απαρχή ενός φαινόμενου που αν γενικευτεί θα εξελιχθεί σε εξέγερση του φθόνου: θα μισούμε και θα πετροβολούμε οποιονδήποτε θεωρούμε ότι βρίσκεται σε καλύτερη θέση από μας. Νομίζω πως όσοι πετροβολούν δεν είναι πολίτες αλλά προπαντός απογοητευμένοι και οργισμένοι πελάτες. Δεν ζούμε την κατάρρευση της αξιοπιστίας του πολιτικού κόσμου. Αυτή, δυστυχώς, είχε συμβεί προ πολλού. Ζούμε το τέλος του συστήματος της πελατοκρατίας. Γιατί απλά δεν υπάρχουν πια χρήματα για παζάρια και ρουσφέτια. Το θέμα είναι βαθύτερο από τους «εγκάθετους του ΣΥΡΙΖΑ». Εάν ο κάθε λαός έχει την εξουσία που του αξίζει και η κάθε εξουσία έχει τον λαό που της αξίζει. Για αυτόν τον λόγο, όσοι θέλουν κάτι άλλο και καλύτερο από το τωρινό, αντί για πέτρες ας ρίξουν ιδέες για την αντικατάσταση του μισοπεθαμένου πολιτικού συστήματος. Όσοι πετάνε και ανέχονται τις πέτρες ενάντια στους πολιτικούς, στρώνουν τον δρόμο για την αντικατάσταση του παλιού με κάτι παλιότερο, του κακού με κάτι πολύ χειρότερο…
Αυτό που συμβαίνει στην Πλατεία μπορεί να είναι ένα είδος ομαδικής ψυχοθεραπείας. Ή, κατά άλλους, πιο κυνικούς αναλυτές, να μοιάζει με την αντίδραση ενός κακομαθημένου παιδιού που ξαφνικά συνειδητοποίησε ότι του πήραν το κουλούρι. Αλλά ο «Μεγάλος Ασθενής» δεν είναι οι συγκεντρωμένοι. Είναι προπαντός το πολιτικό σύστημα, είναι η σχέση δυσπιστίας και καχυποψίας του πολίτη με τους θεσμούς. Είναι το γεγονός ότι ο πολίτης, τόσα χρόνια, έμαθε να συμπεριφέρεται απέναντι στους θεσμούς σαν πελάτης. Και υπό το σύνθημα «ο πελάτης έχει πάντα δίκιο» επικράτησε με τον πιο κυνικό τρόπο το «δίκιο» του ισχυρού και του κολλητού.
Η Πλατεία και η Βουλή, από μια άποψη, είναι «σιαμαίοι αδελφοί». Αποστρέφονται τον ορθολογισμό, την αυτογνωσία και την αυτοκριτική. Αρέσκονται στον άκρατο λαϊκισμό και απευθύνονται αποκλειστικά στο θυμικό. Εάν οι πολιτικοί και οι Υπουργοί νιώθουν πολύ στριμωγμένοι αυτό τον καιρό δεν είναι τόσο λόγω της Πλατείας. Είναι επειδή πρέπει να πουν σκληρές αλήθειες ενώ είχαν συνηθίσει να μιλούν με συνθήματα και βαρύγδουπες υποσχέσεις.
Σαφώς και σε κάθε πλήθος καραδοκούν οι λαοπλάνοι. Και όσο πιο άναρθρο και α-νόητο είναι το πλήθος τόσο πιο πολύ θα συνωστίζονται οι λαοπλάνοι και οι δογματικοί, για να το λιβανίζουν, να το εκθειάζουν, να το καπελώσουν, να το φανατίζουν. Και όπως πάντα, στο τέλος να το χρησιμοποιούν ως χορωδία μιας εν δυνάμει τραγωδίας. Από την άλλη, όμως, αυτό που συμβαίνει ίσως γίνει αφορμή ώστε μια κοινωνία κατακερματισμένη να προσπαθήσει να κολλήσει τα κομμάτια της. Το θέμα είναι με ποιο υλικό θα τα κολλήσει: με λαϊκισμό, μισαλλοδοξία, απομονωτισμό, άρνηση της πραγματικότητας, ευρηματικότητα, αυτογνωσία, σκληρή δουλειά; Αυτό μένει να το δούμε. Όπως μένει να δούμε με ποιο υλικό θα μείνει ενωμένη η Ευρωπαϊκή Ένωση. Γιατί το στοίχημα της Ελλάδας παίζεται συνάμα με το στοίχημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που μόνο σαν Ένωση δεν λειτουργεί αυτή την στιγμή...
Περπατώντας στην Πλατεία γέμισα αισιοδοξία για το γεγονός ότι οι άνθρωποι θέλουν να κάνουν κάτι να σταματήσουν τον κατήφορο. Η αισιοδοξία μου δεν διήρκεσε πολύ όταν αισθάνθηκα ότι πίσω από την «αγανάκτηση» δεν υπάρχει καθόλου ενθουσιασμός και αυτοπεποίθηση. Δεν υπάρχει κανένα πραγματικό σημείο αναφοράς και το πλήθος στην Πλατεία μου φάνηκε σαν έχει βαφτίσει την ιδεολογική του ορφάνεια «ανεξαρτησία» από κόμματα και ιδεολογίες.
Υπάρχουν κοινωνίες που όταν βρίσκονται σε βαριά κρίση κάνουν φυγή προς το μέλλον. Υπάρχουν άλλες που κάνουν φυγή προς το παρελθόν. Αυτή την στιγμή, όμως, όσοι διαθέτουν στοιχειώδες αίσθημα αυτοσυντήρησης ξέρουν ότι φυγή στο παρελθόν σημαίνει καταστροφή. Τα τελευταία τριάντα χρόνια είχαν πολλά αρνητικά.
Είχαν όμως και πολλά καλά και θετικά. Ήταν τα πιο ειρηνικά και τα πιο ξέγνοιαστα. Οι Έλληνες, έστω και μέσα στην ανοργανωσιά και την πελατοκρατία, δοκίμασαν το προνόμιο να βρίσκονται στην πρώτη θέση του παγκόσμιου καραβιού. Το κοινωνικό στάτους των Ελλήνων άλλαξε. Η αυτοεικόνα τους άλλαξε. Και αυτό θέλουν να διατηρήσουν με κάθε τρόπο. Αυτό το κοινωνικό στάτους που απέκτησαν και το είχαν υποτιμήσει, επειδή το θεώρησαν δεδομένο. Είναι ανθρώπινο και λογικό να προσπαθείς να διατηρείς το κοινωνικό σου στάτους. Αλλά για να το διατηρήσουν οι Έλληνες πρέπει να αλλάξουν, να αλλάξουν την κοινωνία τους, να αλλάξουν την σχέση τους με τους θεσμούς και το κράτος, πρέπει με λίγα λόγια να αντικρίσουν το παρόν, να σχεδιάσουν με επιμονή, θυσίες και υπομονή το μέλλον, σε χρόνο ρεκόρ και σε ένα παγκόσμιο περιβάλλον που μοιάζει με ναρκοπέδιο.
Είναι η πρώτη φορά στην ιστορία της Ελλάδας ως κράτος - έθνος που το παρελθόν αποτελεί άβολο και καταστροφικό καταφύγιο. Πολλοί, οι περισσότεροι, το καταλαβαίνουν, το διαισθάνονται. Είναι η πρώτη φορά, ίσως, που η ελληνική κοινωνία είναι υποχρεωμένη να βλέπει το πρόσωπό της στον καθρέφτη χωρίς αυταπάτες. Ή θα το αντέξει ή θα σπάσει τον καθρέφτη. Και στην δεύτερη περίπτωση θα σπάσει σε χίλια κομμάτια και το δικό της μέλλον…».