«Την ημέρα που ήταν προγραμματισμένη μία εκτέλεση, οι θανατοποινίτες το διέδιδαν από στόμα σε στόμα. Όλοι νήστευαν και προσεύχονταν, ακόμη κι όσοι δεν ήταν θρησκευόμενοι. Προσεύχονταν για την οικογένεια του κατάδικου και την οικογένεια του θύματος. Τους συμπονούσαν». O Τζων Τόμσον βρέθηκε την περασμένη εβδομάδα στη Βρετανία για να μιλήσει σε δικηγόρους και ακαδημαϊκούς για τη ζωή στα κελιά των μελλοθανάτων της Λουιζιάνας και για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι που, όπως και αυτός, προσπαθούν να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους αφού αθωώθηκαν μέσω των εξετάσεων DΝΑ και ενώ ήταν καταδικασμένοι σε θάνατο.
Ο ίδιος καταδικάστηκε σε θάνατο το 1985 για έναν φόνο που είχε πραγματοποιηθεί τρεις εβδομάδες νωρίτερα. Είχε μεγαλώσει στη Νέα Ορλεάνη και στα 18 του είχε ήδη δύο παιδιά. Εργαζόταν σ' ένα κοσμηματοπωλείο και συμπλήρωνε τον μισθό του αγοράζοντας και πουλώντας κλοπιμαία. Έτσι, όταν βρέθηκε δολοφονημένος στη γειτονιά του ο γιος ενός πλούσιου λευκού ξενοδόχου, το όπλο του φόνου και το δαχτυλίδι του θύματος οδήγησαν τους αστυνομικούς στον Τόμσον, ο οποίος τα είχε αγοράσει από τον πραγματικό δολοφόνο (έναν ντόπιο που αργότερα σκοτώθηκε από σφαίρες). Στη δίκη του δεν είχε καμιά ελπίδα, με τον διορισμένο δικηγόρο του. Όταν τον έκλεισαν στα κελιά των μελλοθανάτων, ήταν 24 ετών. Στα 18 χρόνια που έμεινε εκεί, επτά φορές ορίστηκε ημερομηνία για την εκτέλεσή του.
Η τελευταία ήταν το 2000. Όμως, λίγες εβδομάδες πριν δεχθεί τη θανατηφόρα ένεση, ένας ερευνητής που επανεξέταζε την υπόθεση, βρήκε ίχνη αίματος ενός αγνώστου στα ρούχα ενός από τα θύματα. Το στοιχείο αυτό είχε εσκεμμένα κρατηθεί κρυφό στη διάρκεια της δίκης και ήταν αρκετό για να δημιουργήσει αμφιβολίες για την καταδίκη του για φόνο. Το Εφετείο διέταξε επανάληψη της δίκης και το 2003, έπειτα από μια ακροαματική διαδικασία κατά την οποία παρουσιάστηκαν και νέα στοιχεία από μαρτυρικές καταθέσεις, οι ένορκοι τον αθώωσαν μέσα σε λίγα λεπτά.
Ο Τόμσον ανέκαθεν υποστήριζε την αθωότητά του. Τελικά του επιδικάστηκαν από τα αστικά δικαστήρια 14 εκατομμύρια δολάρια ως αποζημίωση και χρησιμοποίησε μέρος των χρημάτων αυτών για να ιδρύσει τη φιλανθρωπική οργάνωση «Ανάσταση μετά την αθώωση» (RΑΕ) που έχει δημιουργήσει και συντηρεί ένα δίκτυο υποστήριξης ανθρώπων που αποφυλακίζονται έπειτα από μια άδικη καταδίκη. Τις προάλλες μίλησε στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ για το έργο της, αλλά και για την προσωπική του εμπειρία.
Στην πτέρυγα των μελλοθανάτων είχε οργανώσει απεργίες πείνας και αγωνίστηκε για να πετύχει επισκέψεις «πλήρους επαφής» των κρατουμένων με τις συντρόφους τους, δηλαδή να μπορούν να κάνουν σεξ με τις συζύγους και τις φιλενάδες τους. Δημιούργησε στενές φιλίες με συγκρατουμένους τους, 12 από τους οποίους είδε να εκτελούνται. «Οι θανατοποινίτες είναι άνθρωποι όπως όλοι οι άλλοι», λέει. «Πονούν. Κλαίνε. Κάνουν λάθη».
(Πηγή: Τα Νέα)