Του Νίκου Σαρίδη
Μια και είναι mainstream όλοι να γράφουν αυτές τι μέρες για την Κύπρο,
είπα σήμερα να καταθέσω και τη δική μου -ιδιαίτερη- σχέση με τους
Κύπριους. Πιο μάγκες, δηλαδή, είναι οι άλλοι; Ή μήπως έχουν πάει όλοι
αυτοί στο νησί και είδαν ότι δεν έχω πάει εγώ;
Πάμε, λοιπόν: η πρώτη
μου γνωριμία με τη Μεγαλόνησο ανάγεται χρονολογικώς στην τρυφερή εποχή
της... γκοφρέτας. Στα χαρτάκια με ποδοσφαιρικές ομάδες που μαζεύαμε
μικροί. Ήταν η ενδεκάδα του ΑΠΟΕΛ (επί Χούντας, οι κυπριακές ομάδες
συμμετείχαν στο ελληνικό πρωτάθλημα). Θαλασσιά σορτσάκια, κίτρινες
φανέλες και κάλτσες. Και οι περισσότεροι εικονιζόμενοι, μουστακαλήδες.
Σαν μπετατζήδες. Γι' αυτό και όταν κηρύχθηκε η επιστράτευση, το
καλοκαίρι του 1974, η ταραχή από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα
ανακατεύτηκε με κάτι σαν βεβαιότητα ότι οι αρειμάνιοι μουστακαλήδες και ο
μπαμπάς μου, που δεν είχε μουστάκι, αλλά δεν τον έλεγες και «φλώρο», θα
πετούσαν τους Τούρκους στη θάλασσα. Ήταν που έβλεπα και πολλή «Μάχη»
στην ασπρόμαυρη τηλεόραση. Εκείνη τη μέρα, όπου κανείς στη γειτονιά δεν
ήξερε αν θα τον πάρουν στον πόλεμο και αν καλούν την κλάση του και την
ειδικότητά του, ο μπαμπάς πήρε παραμάσχαλα από τον εποχούμενο καρπουζά
που είχε σταθμεύσει απέναντι δύο μεγάλα καρπούζια. Εάν είχε περισσότερες
από δύο μασχάλες, θα κουβαλούσε μποστάνι. Ο καημένος! Ο,τι μπορούσε
έκανε τις ώρες του πανικού για την οικογένεια. Η μαμά, βέβαια, στα
πρόθυρα του κλαυσιγέλωτος (sic). Με τα πολλά, ο εν τρικυμία πατήρ -37
ετών τότε- μάς αποχαιρέτησε και ξεκίνησε για να πάει στο Φρουραρχείο (ή
κάτι τέτοιο), προκειμένου να λύσει το άλυτο μυστήριο, αν τελικά
επιστρατεύεται. Αν και το είχε σίγουρο. Πρέπει να είναι ο μόνος άνθρωπος
που ξεκίνησε να πάει στο μέτωπο με ΦΙΑΤ 127!... Anyway, που λένε και
στην Κύπρο... Δεν τον πήραν... Εάν τον έπαιρναν, το πιθανότερο είναι ότι
πριν τελειώσουμε το πρώτο καρπούζι και ανοίξουμε το δεύτερο, θα μας
έπαιρναν τηλέφωνο και θα μας είχαν κάτσει τα κουκούτσια στο λαιμό...
Ο
πόλεμος έγινε στο πιτς φιτίλι, εμείς φάγαμε τα δύο καρπούζια και οι
Κύπριοι το... αγγούρι, και σαν πέρασε ο καιρός μάς ήρθε στο σχολείο
προσφυγάκι (collateral damage της τουρκικής εισβολής, που θα έλεγαν και
οι μορφωμένοι,), η Μαρία Τσ. Η μαμά της Κύπρια, ο πατέρας της Κρητικός.
Μονίμως σαν θλιμμένη. Στενοχωρημένη; Πρόβλημα προσαρμογής στη νέα χώρα
και στο καινούργιο σχολείο; Από φυσικού της έτσι; Αδύνατον ν' αποφανθεί
ένας εννιάχρονος -τότε- συμμαθητής, μεγάλη και θολή η χρονική απόσταση
για να το διερευνήσει εκ των υστέρων. Ήταν η πρώτη μου εικόνα από
Κύπρια. Εν αντιθέσει με τους Κύπριους, δεν είχε μουστάκι!
Αφού έβγαλα
το Δημοτικό, στο Γυμνάσιο έπεσα σε Κύπριο γυμναστή -γνωστό αθλητή (τω
καιρώ εκείνω, στο στίβο η εθνική ομάδα της Ελλάδας έσφυζε από Κύπριους).
Βαριόταν που ζούσε. Φόρμα δεν έβαλε μια φορά, έτσι για το θεαθήναι. Και
στην Γ' Γυμνασίου, πάλι Κύπριος αθλητής του στίβου μού προέκυψε. Αλλά
ετούτος το είχε δει πιο πατριωτικά. Μου έβαλε 13. Ναι, 13 στη
γυμναστική! Σ' εμένα και σ' έναν χοντρό από το άλλο τμήμα. Τόσο χοντρός,
που δεν μπορούσε να σκύψει και να δέσει τα κορδόνια του! Κι όλα αυτά
επειδή δίσταζα ο έφηβος -από φόβο μη σπάσω καμιά μέση- να πάρω φόρα να
εκτοξευθώ από τον βατήρα και να κάνω την κυβίστηση στο πλινθίο.
Δυστροπούσα όπως η φοράδα στο ντρεσάζ. (Δεν είμαστε και όλοι...
Αναστασιάδηδες στην κωλοτούμπα!).
Το δεκατριάρι, πάντως, το δέχτηκα
με σχετική ψυχραιμία, χωρίς να το ρίξω στις ουσίες. Εν αντιθέσει με τον
χοντρό, για τον οποίο, χρόνια μετά, άκουσα ότι στον ακάλυπτο
χρηματοπιστωτικού ιδρύματος όπου εργαζόταν ως φύλακας (ή κάτι τέτοιο),
είχε βάλει κάτι φυτά, με συνέπεια να τον μπουζουριάσουν...
Το
ξεπέρασα κι αυτό το τραύμα κι αισίως έφτασα στο Πανεπιστήμιο. Ως
πρωτοετείς της Νομικής, το πρώτο ή δεύτερο μάθημα που κληθήκαμε να
δώσουμε ήταν του ξακουστού (τραγουδισμένου από τον Καρβέλα) Αραβαντινού:
Εισαγωγή στην Επιστήμη του Δικαίου. Ένας συντηρητικός καθηγητής μ' ένα
βιβλίο γραμμένο σε ακαδημαϊκή γλώσσα «παλαιάς κοπής». Αφού, λοιπόν,
εκφώνησε τα θέματα ο ίδιος ο Αραβαντινός, ένας Κύπριος συμφοιτητής μου
πετάχτηκε και τον ρώτησε με κάθε σοβαρότητα, χωρίς την παραμικρή διάθεση
ειρωνείας (και με αδιάβρωτο ακόμη το ιδίωμα της πατρίδας του από τις
επιρροές της Αθήνας): «Ες ποίαν γλώσσαν οι απαντήσεις;». Και όμως, αυτός
μπορεί στο σχολείο να είχε κάνει την κυβίστηση στο πλινθίο κι εγώ
όχι!... Με αξιοθαύμαστη εγκράτεια απέφυγα, για δεύτερη φορά, τα
ναρκωτικά! Δεν θέλω να σκέφτομαι ότι αυτός πήρε πτυχίο κι εγώ ποτέ. Θα
κυλήσω, δεν το γλιτώνω! Αφού μου πήρε ένα διάστημα άλφα για να το
ξεπεράσω κι αυτό και νόμιζα ότι είχα ξεμπερδέψει με τους Κύπριους, τους
πέτυχα ξανά στο στρατό. Την ατυχία μου μέσα!...
Οι κύπριοι ΥΕΑ
εκπαιδεύονταν -τουλάχιστον τότε που υπηρέτησα εγώ- στις σχολές εφέδρων
αξιωματικών της Ελλάδας. Έτυχε, λοιπόν, ως «βητάδες» (παλιοί) στη ΣΕΑΠ
στο Ηράκλειο να έχουμε «αλφάδες» (νέους) από τη Μεγαλόνησο. Με... γραμμή
να μην τους καψωνάρουμε (ποσώς μ' ενόχλησε η ντιρεκτίβα, αυτά ήταν
απωθημένα και χόμπι άλλων, αρκετών μάλιστα...). Ήταν μία «σειρά»
προστατευόμενη, οιονεί, από την υποφώσκουσα κόντρα «καλαμαράδων» -
«κουμπάρων». Ίσως επειδή συγκαταλεγόταν σε αυτή την ΕΣΣΟ κι ένας
Νικολάου (αν θυμάμαι καλά το επίθετο). Ως μαθητής είχε πάρει μέρος σε
διαμαρτυρία στα κατεχόμενα, τον είχαν συλλάβει, έγινε σούσουρο και
προέκυψε κάτι σαν σύγχρονος εθνικός ήρωας. Πιτσιρίκια οι Κύπριοι, όλοι
τους το πολύ 18 χρονώ (στη χώρα τους δεν έπαιρνες αναβολή λόγω σπουδών)
και στην κοσμάρα τους! Στους ρυθμούς τους, άλλη κουλτούρα. Να τρέχεις
-για παράδειγμα- και να μην προλαβαίνεις κι επιπλέον να είσαι υπεύθυνος
για Κύπριο στραβάδι, που καθυστερούσε να ξεκινήσει επειδή έπρεπε να
φροντίσει τη στοματική του υγιεινή με οδοντικό νήμα!...
Θυμάμαι,
επίσης, έναν άλλον, «χτυπημένος στο φτερό» εκείνος! Προχωρούσε και
μιλούσε μόνος του, αλλά δεν ψιθύριζε ό,τι και ό,τι. Αλλά κάτι
εκκλησιαστικά... Την είχε δει συνομιλητής του Θεού! Πώς τον επέλεξαν για
δόκιμο στην Κύπρο; Ποιος ξέρει τι «βύσμα» θα είχε... Τότε, πάντως, ήταν
που το βίδωσα στο μυαλό μου, ότι δεν θέλω με καμία δύναμη και με
συμμάχους τους Κύπριους να παίξω πόλεμο με τους Τούρκους. Ο ένας να έχει
πάρει τη διμοιρία του σε συνέδριο - χορηγία της Colgate, ο άλλος να
ψάλλει «Τη Υπερμάχω» κι εγώ να κουβαλώ, αντί για σφαίρες, στη μία
φυσιγγιοθήκη σέικερ με σπαστό καλαμάκι και στην άλλη τα γυαλιά ηλίου...
Δεν υπήρχε αμφιβολία: το DNA της γενναίας και περιούσιας φυλής θα το
εντόπιζαν μετά από χρόνια σε... παριζάκι στο ΙΚΕΑ Αδάνων! Γενικώς δεν
θα έπαιζα πόλεμο με κανέναν, αλλά αυτό δεν είναι της παρούσης να το
αναλύσω...
Α, ναι... Θυμάμαι κι έναν πρόσχαρο μπουλούκο από την Αγία
Νάπα, που τον είχαμε περίπου σαν μασκότ. Δυσκολευόμασταν να πιάσουμε τα
«γκυπραίικα του», αλλά καλή διάθεση να υπήρχε... Αυτόν δεν θα τον
συμπεριελάμβανα, ούτε γι' αστείο, στους μάχιμους αξιωματικούς.
Γεννημένος αιχμάλωτος!
Κι αφού, λοιπόν, τα βρήκα απόλυτα με τον εαυτό
μου και ως προς το αξιόμαχον των «δύο αδελφών» (Ελλαδιτών - Κυπρίων), η
ξαδέρφη μου από τη Μελβούρνη μάς έφερε να γνωρίσουμε τον κυπριοαυστραλό
(την προφορά την φαντάζεται ο καθένας...) σύζυγό της. Καλό παιδί,
εύχαρις και προσηνής, δεν λέω. Αλλά της άθλησης. Είχε φάει τα νιάτα του
στα γυμναστήρια. Ένιωσα ένα σύμπλεγμα (όσο μπορεί να συμβεί αυτό σε ένα
τέρας αναισθησίας), καθότι δεν είχα διαβεί πόρτα γυμναστηρίου ούτε ως
παιδί για τα κάλαντα! Η σχέση μου με τη γράμμωση, είχε χαθεί κάπου
μεταξύ... πλινθίου - τσιγάρου και παραμυθιού γωνία. Αλλά, όταν βγήκαμε
βόλτα με τον εξ αγχιστείας ξάδερφο, ο οποίος στο Μέλμπορν είχε συνηθίσει
ακόμα και για κατούρημα να πηγαίνει με αμάξι, το super idol κατέρρευσε.
Περπάτησε τριακόσια μέτρα και κρέμασε τη γλώσσα σαν σκύλος σε καρτούν!
Κοινώς, φούσκα! Πιο φούσκα και από το επενδυτικό περιβάλλον της Κύπρου!
Στην
πορεία γνώρισα και μερικούς ακόμη Κύπριους, αλλά δεν θα το «κάψω» το
θέμα. Θέλω να έχω να γράψω κάτι και την επόμενη φορά που ακόμα και
κλειστή η τηλεόραση θα εκπέμπει κυπριακά!...